ἀλείψω

ἀλείψω
ἀ̱λείψω , ἀλείφω
anoint the skin with oil
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀλείφω
anoint the skin with oil
aor subj act 1st sg
ἀλείφω
anoint the skin with oil
fut ind act 1st sg
ἀλείφω
anoint the skin with oil
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • βλεννώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βλέννες ή μοιάζει με βλέννα: Ο γιατρός μού έδωσε μια βλεννώδη ουσία για να αλείψω στο έγκαυμά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”